ἄδουλος — unattended by slaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
άδουλος — η, ο αυτός που δε βρίσκει ή δεν έχει δουλειά: Ένας μήνας άδουλος, έξι χρέος (Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄδουλον — ἄδουλος unattended by slaves masc/fem acc sg ἄδουλος unattended by slaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδούλοις — ἄδουλος unattended by slaves masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδουλα — ἄδουλος unattended by slaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδουλοι — ἄδουλος unattended by slaves masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδουλία — (I) ἀδουλία, η (Α) [ἄδουλος Ι] το να μην έχει κανείς δούλους για να τόν υπηρετούν, κατά συνέπεια η φτώχεια. (II) και ιά, η [άδουλος ΙΙ] η αδουλεψιά* (1, 2) … Dictionary of Greek
αδούλης — ο (θηλ. ούλα και ούλισσα και ούλω, η) [άδουλος ΙΙ] αυτός που αποφεύγει την εργασία, φυγόπονος, οκνηρός, τεμπέλης, ακαμάτης … Dictionary of Greek